Πολύ συχνά οι δερματολόγοι ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη μεγάλη έκπληξη και ίσως τον φόβο των ασθενών μας όταν ακούνε από εμάς πως χρειάζεται να κάνουμε μία βιοψία δέρματος.
Αυτό συμβαίνει γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν σχετίσει τη λέξη βιοψία με τη λέξη καρκίνο. Έτσι απολύτως δικαιολογημένα όταν ένας δερματολόγος συστήσει σ’ έναν ασθενή του να γίνει μία βιοψία, συχνά έρχεται αντιμέτωπος με μια αντίδραση φόβου από την πλευρά του ασθενούς τόσο έντονη κάποιες φορές που μπορεί να οδηγήσει τον ασθενή ν’ αρνηθεί τη βιοψία από τον φόβο μήπως του διαγνωσθεί ένας καρκίνος.
Σκοπός μου λοιπόν σήμερα είναι να εξηγήσω, με απλά λόγια, τι ακριβώς είναι η βιοψία, σε τι χρησιμεύει και πώς γίνεται, ώστε να γίνει απολύτως αντιληπτή και κατανοητή η διαγνωστική αξία μιας τόσο βοηθητικής εξέτασης.
Τι είναι η βιοψία δέρματος;
Αρχικά χρειάζεται να πω ότι οι παθήσεις του δέρματος πολύ συχνά στην όψη, αλλά κι έτσι όπως εξελίσσονται, μοιάζουν πολύ μεταξύ τους.
Γι’ αυτό το λόγο οι δερματολόγοι κάνουμε βιοψία, δηλαδή παίρνουμε, υπό τοπική αναισθησία, ένα πολύ μικρό κομματάκι δέρματος, από την πάσχουσα περιοχή και το στέλνουμε να το αναλύσει στο μικροσκόπιο ένας άλλος γιατρός ο παθολογοανατόμος ο οποίος είναι ειδικευμένος στο να παρατηρεί τα κύτταρα του οργανισμού και στην περίπτωση των δερματολογικών παθήσεων εξειδικευμένος στο να παρατηρεί τα κύτταρα του δέρματος και τις αλλαγές τους.
Αναλόγως με τις αλλαγές που παρατηρεί ο παθολογοανατόμος στα κύτταρα του δέρματος, βγάζει πολύ βοηθητικά συμπεράσματα, απαντώντας στα διαγνωστικά διλήμματα του δερματολόγου, αν πρόκειται δηλαδή για τη μία ή την άλλη πάθηση που μοιάζουν πολύ μεταξύ τους κι έτσι βοηθά στο να γίνει σύντομα η σωστή διάγνωση μίας πάθησης.
Πρόκειται λοιπόν για μια εξέταση που επιστρατεύουμε συχνά οι δερματολόγοι προκειμένου να μας βοηθήσει να επιλύσουμε διαγνωστικά προβλήματα ή να επικυρώσουμε τη διάγνωση μας.
Μία άλλη χρησιμότητα της βιοψίας είναι να βοηθήσει να γίνει μια πρώτη διάγνωση η οποία θα μας καθοδηγήσει ως προς την ακόλουθη στρατηγική αφαίρεσης μιας βλάβης. Δηλαδή αναλόγως με το ιστολογικό συμπέρασμα της βιοψίας θα ξέρουμε αν θα πρέπει να ακολουθήσει μια μεγάλη ευρεία χειρουργική αφαίρεση, όπως γίνεται στην περίπτωση του μελανώματος, ή μια κανονική χειρουργική αφαίρεση όπως γίνεται για παράδειγμα στην περίπτωση του βασικοκυτταρικού ή του ακανθοκυτταρικού επιθηλιώματος ή μια κρυοθεραπεία ή διαθερμοπηξία όπως γίνεται στις καλοήθεις βλάβες του δέρματος για παράδειγμα στις σμηγματορροϊκές ή τις ακτινικές υπερκερατώσεις.
Επίσης τη βιοψία δέρματος τη χρησιμοποιούμε και στην παρακολούθηση της πορείας νοσημάτων που έχουμε ήδη διαγνώσει. Δηλαδή επαναλαμβανόμενες βιοψίες μπορεί να κάνουμε, ανά τακτά χρονικά διαστήματα και από διαφορετικά σημεία σε ορισμένες παθήσεις προκειμένου να διαπιστώσουμε την ανταπόκριση του ασθενούς στη θεραπεία.
Πώς γίνεται η βιοψία;
Αρχικά είναι σημαντικό να διευκρινιστεί πως πρόκειται για μια μικρή χειρουργική επέμβαση και γι’αυτό το λόγο τηρούμε όλους τους κανόνες και τις προφυλάξεις που απαιτούνται.
Ξεκινάμε αναισθητοποιώντας την περιοχή μέσω τοπικής έγχυσης ξυλοκαΐνης ή ξυλοκαΐνης με αδρεναλίνη.
Μετά χρησιμοποιώντας είτε ένα μικρό κυλινδρικό νυστέρι, το punch, είτε ένα κανονικό νυστέρι αφαιρούμε ένα μικρό κομματάκι δέρματος. Το κενό που θα μείνει στο μέρος από όπου έχουμε κάνει τη βιοψία ή θα το αφήσουμε να επουλωθεί από μόνο του με τον καιρό, αν είναι μικρό, ή θα συρράψουμε με ράμματα τα χείλη του τραύματος στις περιπτώσεις που το κομμάτι που πήραμε είναι μεγαλύτερο από 2 χιλιοστά.
Έπειτα τοποθετούμε το τεμαχίδιο του δέρματος σε ειδικό ποτηράκι το οποίο περιέχει, για την απλή ιστολογική εξέταση διάλυμα φορμόλης και το μεταφέρουμε στο παθολογοανατομικό εργαστήριο ώστε ο παθολογοανατόμος να το επεξεργαστεί και ακολούθως να το εξετάσει στο μικροσκόπιο του.
Η εξέταση που θα γίνει μπορεί να είναι η κοινή ιστοπαθολογική εξέταση μπορεί όμως να ακολουθήσει και ένας πιο εξειδικευμένος έλεγχος όπως είναι ο ανοσοφθορισμός ή η ανοσοïστοχημεία.
Στη συνέχεια ο παθολογοανατόμος θα γράψει μια έκθεση η οποία ονομάζεται ιστολογικό συμπέρασμα όπου θα περιγράφει τι είδε και ποια από τις παθήσεις που υποψιάζεται ο δερματολόγος είναι συμβατή με τις αλλαγές των κυττάρων που παρατήρησε, απαντώντας έτσι στα διαγνωστικά ερωτήματα που του έχουμε θέσει.
Τι πρέπει να κάνει πριν και μετά τη βιοψία ο ασθενής.
Όπως έγραψα η βιοψία είναι μία μικρή χειρουργική επέμβαση. Συνεπώς οι ασθενείς που παίρνουν αντιπηκτική αγωγή χρειάζεται, κατόπιν συνεννόησης με τον θεράποντα ιατρό τους, να διακόψουν για 2 με 3 εικοσιτετράωρα την αντιπηκτική αγωγή όπως θα έκαναν και αν επρόκειτο να κάνουν μια επεμβατική οδοντιατρική εργασία.
Δεν χρειάζεται να είναι νηστικοί πριν τη βιοψία και πρέπει να έχουν λάβει κανονικά την όποια φαρμακευτική αγωγή παίρνουν, εκτός από τα αντιπηκτικά.
Επίσης αν το γνωρίζουν από προηγούμενες επεμβάσεις καλό είναι να ενημερώσουν το δερματολόγο αν έχουν προδιάθεσή να δημιουργούν χηλοειδή ή άσχημες ουλές.
Μετά τη βιοψία χρειάζεται να αποφευχθεί για ένα ή δύο εικοσιτετράωρα η έκθεση του τραύματος στο νερό ενώ πρέπει να καθαρίζεται καθημερινά με ήπιο αντισηπτικό και να ακολουθεί καλό στέγνωμα της περιοχής.
Για όλο το χρονικό διάστημα που θα υπάρχουν τα ράμματα πρέπει να αποφεύγεται το μπάνιο στη θάλασσα ή και στην πισίνα καθώς επίσης και η έντονη σωματική άσκηση.
Επίσης είναι καλό να αποφευχθεί η ηλιακή έκθεση της περιοχής όπου έχει γίνει η βιοψία για να μην παραμείνει κάποια δυσχρωμία.
Υπάρχουν επιπλοκές ή παρενέργειες από τη βιοψία;
Παρότι πρόκειται για μια ασφαλή και γρήγορη διαδικασία οι μόνες επιπλοκές που μπορεί να υπάρξουν είναι οι μικροβιακές επιμολύνσεις που μπορεί να δημιουργηθούν γενικώς στα τραύματα, μπορεί να σπάσουν τα ράμματα -κυρίως αν ο ασθενής κάνει απότομες κινήσεις- με ακόλουθη κακή επούλωση.
Οι πιθανότητες όμως να συμβούν τα παραπάνω είναι ελάχιστες όταν η βιοψία γίνει από έμπειρα χέρια δερματολόγου και αν ο ασθενής ακολουθήσει τις οδηγίες που θα του δώσει ο γιατρός.