Τι είναι το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα;
Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα ή ακανθοκυτταρικό επιθηλίωμα, είναι ένας κακοήθης καρκίνος, ο οποίος ξεκινά από τα ακανθοκύτταρα, δηλαδή τα κύτταρα της ακανθωτής στιβάδας της επιδερμίδας ή των βλεννογόνων (εξού και το όνομα ακανθοκυτταρικό) και ο οποίος έχει την τάση να επεκτείνεται στα βαθύτερα στρώματα και ορισμένες φορές να προκαλεί μεταστάσεις
Πρόκειται για τον δεύτερο πιο συχνό καρκίνο του δέρματος μετά το βασικοκυτταρικό καρκίνωμα και επίσης τον δεύτερο πιο επιθετικό καρκίνο μετά το μελάνωμα. Υπολογίζεται ότι οι περιπτώσεις ακανθοκυτταρικού καρκινώματος αποτελούν το 20% των συνολικών καρκίνων του δέρματος.
Πού εντοπίζεται το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα;
Συνήθως το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα παρουσιάζεται σε περιοχές του σώματος που εκτίθενται στον ήλιο και όπου το δέρμα φαίνεται να έχει υποστεί αλλοιώσεις: έχει χάσει την ελαστικότητα του, παρουσιάζει διεσταλμένα αγγεία και ανομοιόμορφο χρώμα από την μακροχρόνια βλαπτική επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας.
Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα εντοπίζεται στο πρόσωπο, τα χείλη και ιδιαίτερα στο κάτω χείλος, στο πτερύγιο του αυτιού, στις ακάλυπτες φαλακρές περιοχές του τριχωτού της κεφαλής, στο λαιμό, στα χέρια, τους βραχίονες, στους μηρούς και τις γάμπες.
Ποιες είναι οι αιτίες του;
Η πλειονότητα των περιπτώσεων οφείλονται στη χρόνια έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία. Υπάρχουν όμως και άλλοι παράγοντες κινδύνου όπως:
Η έκθεση σε άλλες μορφές ακτινοβολίας. Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα δηλαδή μπορεί να εμφανιστεί σε περιοχές χρόνιας ακτινοδερματίτιδας, πάθηση που προκαλείται ή από την έκθεση του δέρματος σε υψηλές δόσεις ακτινοβολίας π.χ. για θεραπευτικούς λόγους, ή από τη συνεχή ακτινοβολία π.χ. για επαγγελματικούς λόγους.
Η έκθεση σε χημικές ουσίες όπως το αρσενικό.
Οι χρόνιες φλεγμονές του δέρματος.
Ο καπνός είναι μια αιτία εμφάνισης καρκινώματος στα χείλη στη γλώσσα και το βλεννογόνο του στόματος.
Οι λοιμώξεις από τον ανθρώπινο ιό των θηλωμάτων (HPV)
Οι ουλές από εγκαύματα ή από δισκοειδή ερυθηματώδη λύκο, πάνω στις οποίες μπορεί να εμφανιστεί το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα.
Ποιοι διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο για την εμφάνιση του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος;
- Τα άτομα με ανοιχτόχρωμο δέρμα, ξανθά ή κόκκινα μαλλιά, με μπλε, πράσινα ή γκρι μάτια. Αυτά δηλαδή που ανήκουν στους φωτότυπους Ι & ΙΙ.
- Τα άτομα με γενετική προδιάθεση και ιστορικό στην οικογένεια τους για ακανθοκυτταρικά καρκινώματα.
- Οι ασθενείς που το ανοσοποιητικό τους σύστημα βρίσκεται σε καταστολή. Αυτοί οι άνθρωποι εμφανίζουν και επιθετικότερες μορφές καρκίνου.
- Οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς που βρίσκονται υπό ανοσοκατασταλτική αγωγή. Σε αυτή την κατηγορία παρατηρείται εμφάνιση καρκίνων 5 με 10 χρόνια μετά τη μεταμόσχευση.
Τι μορφή έχει;
Το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα μπορεί να λάβει διάφορες μορφές:
Mπορεί να εμφανίζεται ως μια ερυθρή περιοχή πάνω στην οποία βρίσκεται προσκολλημένο παχύ λευκοκίτρινο λέπι. Μοιάζει δηλαδή σαν μια υπερτροφική ακτινική υπερκεράτωση.
Μπορεί επίσης να ξεκινά ως ένα ερυθρό εξόγκωμα λίγων χιλιοστών, ημισφαιρικό που σταδιακά μεγαλώνει και εμφανίζει κεντρικά ένα έλκος (ένα κρατήρα), το οποίο συνήθως καλύπτεται από μια αιμορραγική κρούστα.
Όταν εντοπίζεται στη γλώσσα ή το βλεννογόνο του στόματος (ούλα, μάγουλα), συνήθως ξεκινά με προκαρκινικές βλάβες οι οποίες παρουσιάζονται ως λευκές κηλίδες με σαφή όρια (λευκοπλακία). Πάνω σε αυτές με την πάροδο του χρόνου εμφανίζονται εξελκώσεις ή και σκληρά εξογκώματα.
Πώς γίνεται η διάγνωση του;
Κατ’αρχάς, η έγκαιρη διάγνωση είναι εξαιρετικά σημαντική. Οι ασθενείς πρέπει να εξετάζουν μόνοι τους το δέρμα τους και να απευθύνονται αμέσως σε δερματολόγο αν εντοπίσουν ύποπτες βλάβες όπως:
Εμφάνιση ενός εξογκώματος στο δέρμα το οποίο δεν προϋπήρχε και το οποίο μπορεί ή και όχι να προκαλεί φαγούρα.
Εμφάνιση μιας ουλής η οποία δεν επουλώνεται και τείνει να αιμορραγεί, με ή χωρίς πόνο.
Εμφάνιση πληγής ή οζιδίου σε προϋπάρχουσα ουλή.
Εμφάνιση οποιασδήποτε αλλοίωσης, όπως λευκές κηλίδες και εξογκώματα στα χείλη, στη γλώσσα και γενικά στη στοματική κοιλότητα.
Ο δερματολόγος στη συνέχεια θα κάνει τη διάγνωση με την κλινική εξέταση και τη δερματοσκόπηση και σε περίπτωση που υπάρχει υποψία ακανθοκυτταρικού καρκινώματος, θα αφαιρέσει με τοπική αναισθησία τη βλάβη. Έπειτα, θα ακολουθήσει ιστολογικός έλεγχος ο οποίος θα δώσει πληροφορίες για το είδος του καρκίνου που αφαιρέθηκε και το βάθος στο οποίο έχει διεισδύσει ο όγκος.
Ποια είναι η εξέλιξή του.
Στο παρελθόν, επικρατούσε η άποψη ότι το ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα είναι ένας όγκος χαμηλής κακοήθειας με μικρά ποσοστά μετάστασης. Πλέον, έχει καταστεί σαφές ότι είναι πολύ πιο επιθετικό.
Αρχικά διηθεί (εισχωρεί) τοπικά τους ιστούς και διεισδύει στο δέρμα. Όταν φτάσει βαθιά, αρχίζει η πλάγια επέκταση του όγκου, παράλληλα δηλαδή με το δέρμα. Τα καρκινικά κύτταρα φθάνουν σε απομακρυσμένες θέσεις μέσω των αιμοφόρων αγγείων αλλά κυρίως μέσω των λεμφαγγείων στους επιχώριους λεμφαδένες. Το 90% των ακανθοκυτταρικών δίνουν μετάσταση μέσω των λεμφαγγείων, ενώ μόνο το 10% μέσω των αιμοφόρων αγγείων. Έτσι, στα παραμελημένα ακανθοκυτταρικά μπορεί να εμφανιστεί μετάσταση του όγκου στους επιχώριους λεμφαδένες δύο με τρία χρόνια μετά την εμφάνιση της αρχικής βλάβης και σε αυτές τις περιπτώσεις οι λεμφαδένες παρουσιάζονται διογκωμένοι κατά την ψηλάφηση.
Τι πρόγνωση έχει;
Στην περίπτωση που ο ασθενής απευθυνθεί γρήγορα σε δερματολόγο μετά την εμφάνιση του καρκινώματος, όταν αυτό δεν έχει προλάβει ακόμη να δώσει μεταστάσεις (μη μεταστατικό ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα) και αυτό αφαιρεθεί σωστά, τότε η πρόγνωση είναι άριστη. Πρέπει να τονιστεί όμως ότι οι ασθενείς αυτοί θα πρέπει να παρακολουθούνται συστηματικά διότι έχουν αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης νέων καρκίνων του δέρματος.
Στην περίπτωση όμως που ο καρκίνος αφεθεί χωρίς διάγνωση και ακόλουθη θεραπεία, τότε η πιθανότητα μετάστασης του όγκου εξαρτάται από:
- Την εντόπισή του.
Tο ακανθοκυτταρικό που αναπτύσσεται στα μέρη του σώματος που εκτίθενται στον ήλιο ή σε προϋπάρχουσες ακτινικές υπερκερατώσεις, έχει μικρή πιθανότητα μετάστασης, περίπου 2-6%. Στο κάτω χείλος και στα αυτιά η πιθανότητα μετάστασης ανέρχεται στο 10-20%. Όταν εμφανίζεται σε ουλές εγκαυμάτων η πιθανότητα μετάστασης μπορεί να είναι και μεγαλύτερη 20-30%. Υψηλή πιθανότητα μετάστασης έχουν τα ακανθοκυτταρικά της βαλάνου, του αιδοίου και της στοματικής κοιλότητας. - Τη διάμετρο βλάβης. Καρκινώματα μεγαλύτερα των 2 cm έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες μετάστασης.
- Εάν ο ασθενής είχε εμφανίσει ακανθοκυτταρικό στο παρελθόν το οποίο αντιμετωπίστηκε και τώρα παρουσίασε υποτροπή στο σημείο της ουλής, αυτό επίσης αυξάνει τις πιθανότητες για μετάσταση.
- Οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες μετάστασης.
Ποιες είναι οι προκαρκινικές βλάβες που μπορεί να οδηγήσουν σε ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα:
Εμφανίζονται με τη μορφή πολλαπλών, μικρών (3mm έως 1 cm) ροζ περιοχών του δέρματος οι οποίες καλύπτονται από καλά προσκολλημένα λευκωπά ή κιτρινωπά λέπια. Εκδηλώνονται στις ακάλυπτες περιοχές του σώματος, δηλαδή πρόσωπο, λαιμό, χέρια και τις φαλακρές περιοχές του τριχωτού κεφαλής στους άνδρες. Εντοπίζονται ευκολότερα με την ψηλάφηση (με το άγγιγμα δηλαδή) παρά με επισκόπηση (με το μάτι) και οφείλονται στη μακροχρόνια αθροιστική βλαπτική επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας στο δέρμα. Για αυτό το λόγο και εκδηλώνονται μετά την ηλικία των 40 ετών σε άτομα πιο ευαίσθητα στον ήλιο, δηλαδή άτομα με ανοιχτόχρωμο τύπο δέρματος. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο αυξάνεται και η πιθανότητα εμφάνισης τους στα άτομα αυτά. Υπολογίζεται ότι ένας στους πέντε ανθρώπους με πολλαπλές ακτινικές υπερκερατώσεις θα αναπτύξει ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα σε μία από αυτές και ότι το 40-50% των ακανθοκυτταρικών καρκινωμάτων ξεκινούν από ακτινικές υπερκερατώσεις.
Ακτινική χειλίτιδα.
Είναι βλάβη του κάτω χείλους ανάλογη των ακτινικών υπερκερατώσεων η οποία συναντάται συνήθως σε ανοιχτόχρωμα άτομα και προκαλείται από τη μακροχρόνια έκθεση στον ήλιο. Το κάτω χείλος εμφανίζεται λευκορόδινο, με λεία επιφάνεια η οποία παρουσιάζει διαβρώσεις και λέπια. Τα λέπια εύκολα απομακρύνονται αλλά ξανασχηματίζονται. Η ακτινική χειλίτιδα αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα, μπορεί να οδηγήσει στην ανάπτυξη ακανθοκυτταρικού καρκινώματος το οποίο μπορεί να γίνει πολύ επιθετικό με άσχημη πρόγνωση για τη βιωσιμότητα του ατόμου.
Λευκοπλακία.
Εμφανίζεται σαν μια λευκή περιοχή οπουδήποτε στο στοματικό βλεννογόνο, συνήθως όμως στον παρειακό βλεννογόνο (μάγουλα) και στο κάτω χείλος. Με την πάροδο του χρόνου αυτή η περιοχή μπορεί να μεγαλώσει και παράλληλα μπορεί να εμφανιστούν νέες περιοχές λευκοπλακίας οι οποίες να ενωθούν και να σχηματίσουν μεγαλύτερες πλάκες. Οι πλάκες αυτές μπορεί να εμφανίσουν ανομοιόμορφη επιφάνεια με μικρές διαβρώσεις καθώς επίσης είναι πιθανό να αναπτυχθούν ερυθρές εστίες προσδίδοντας μια κηλιδωτή όψη, γνωστή ως ερυθροπλακία.
Ο καπνός, το αλκοόλ, ο συνεχόμενος τραυματισμός του παρειακού βλεννογόνου από την κακή σύγκλειση των δοντιών μιας τεχνητής οδοντοστοιχίας, η μακροχρόνια συνήθεια του δαγκώματος του βλεννογόνου των παρειών είναι αιτίες που προκαλούν χρόνιο ερεθισμό και κατά συνέπεια δημιουργία και επιδείνωση της λευκοπλακίας.
Η λευκοπλακία στο κάτω χείλος προκαλείται συνήθως από την υπεριώδη ηλιακή ακτινοβολία. Η λευκοπλακία με την πάροδο του χρόνου μπορεί να εξαλλαχθεί σε ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα, ειδικότερα αν είναι εντοπισμένη στην κάτω επιφάνεια της γλώσσας ή στο έδαφος της στοματικής κοιλότητας.
Νόσος του Bowen.
Θεωρείται ένα αρχικό στάδιο του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος το οποίο βρίσκεται ακόμη στην επιδερμίδα και δεν έχει ξεκινήσει να διεισδύει στο δέρμα.
Εμφανίζεται με τη μορφή μιας ερυθρής πλάκας με προσκολλημένα ξηρά λέπια στην επιφάνειά της η οποία μοιάζει με πλάκα ψωρίασης ή εκζέματος. Η πάθηση μπορεί να οφείλεται στην έκθεση στον ήλιο, σε χημικές ουσίες όπως το αρσενικό και στην ανοσοκαταστολή. Στα γεννητικά όργανα, αιτία της νόσου είναι ο ιός των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV). Οι βλάβες συνήθως δεν προκαλούν συμπτώματα και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι ασθενείς απευθύνονται καθυστερημένα στο δερματολόγο. Αν η νόσος του Bowen αφεθεί χωρίς θεραπεία είναι πολύ πιθανό να εξελιχθεί σε διεισδυτικό ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα. Είναι επίσης σημαντικό να σημειωθεί ότι όταν η νόσος εντοπίζεται στη βάλανο έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να δώσει μεταστάσεις.
Ποια είναι η θεραπευτική αντιμετώπιση του ακανθοκυτταρικού καρκινώματος.
Η θεραπεία πρώτης επιλογής είναι η ευρεία χειρουργική εκτομή. Αυτή γίνεται συνήθως στο ιατρείο και περιλαμβάνει τοπική αναισθησία και ακολούθως αφαίρεση του καρκινώματος όπως και τμήμα του δέρματος γύρω από αυτό. Ακολουθεί ιστολογικός έλεγχος ο οποίος πρέπει να επιβεβαιώσει ότι αφαιρέθηκε όλη η βλάβη και δεν παρατηρείται διήθηση των χειρουργικών ορίων από αυτή (δηλαδή στα χειρουργικά όρια της βλάβης που αφαιρέθηκε, να υπάρχει υγιές δέρμα χωρίς παρουσία καρκινικών κυττάρων και αυτό σημαίνει ότι αφαιρέθηκε όλος ο καρκίνος).
Γίνεται ψηλάφηση των επιχώριων λεμφαδένων και σε περίπτωση που εμφανιστούν διογκωμένοι τότε ακολουθεί βιοψία αυτών.
Όταν η χειρουργική αντιμετώπιση της βλάβης δεν είναι εφικτή, τότε ο ασθενής μπορεί να υποβληθεί σε ακτινοθεραπεία.
Άλλες θεραπείες που μπορούν να γίνουν σε πολύ αρχικές βλάβες χωρίς ωστόσο να δίνουν την ασφάλεια της χειρουργικής εκτομής είναι:
- η καταστροφή, της βλάβης με laser,
- η διαθερμοπηξία,
- η εφαρμογή 5-φθοριοουρακίλης (5-FU) η οποία είναι ένα αντικαρκινικό φάρμακο.
Μετά την θεραπεία συστήνεται τακτική και προσεκτική παρακολούθηση του ασθενούς από το δερματολόγο, διότι μπορεί να εμφανιστεί υποτροπή και σε ασθενείς στους οποίους έχει αφαιρεθεί σωστά ο όγκος.